αϊδημητριάτικος

αϊδημητριάτικος
αϊδημητριάτικος, -η, -ο και αγιοδημητριάτικος, -η, -ο
1. αυτός που ανήκει στο μήνα της γιορτής του Αϊ-Δημήτρη (Οκτώβριο).
2. το ουδ. ως ουσ., αϊδημητριάτικο και αγιοδημητριάτικο σημαίνει το χρυσάνθεμο: Του πήγε ένα μπουκέτο ωραία αγιοδημητριάτικα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αϊδημητριάτικος — ο, [αϊδημητριάτης] ο αγιοδημητριάτικος* …   Dictionary of Greek

  • αγιοδημητριάτικος — και αϊδημητριάτικος, η, ο [άγιος Δημήτρης, αϊ Δημήτρης] αυτός που αναφέρεται στην γιορτή τού αγίου Δημητρίου (26 Οκτωβρίου) ή αυτός που συμπίπτει με αυτήν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”