- αϊδημητριάτικος
- αϊδημητριάτικος, -η, -ο και αγιοδημητριάτικος, -η, -ο1. αυτός που ανήκει στο μήνα της γιορτής του Αϊ-Δημήτρη (Οκτώβριο).2. το ουδ. ως ουσ., αϊδημητριάτικο και αγιοδημητριάτικο σημαίνει το χρυσάνθεμο: Του πήγε ένα μπουκέτο ωραία αγιοδημητριάτικα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.